γιγνομένας

γιγνομένας
γιγνομένᾱς , γίγνομαι
come into a new state of being
pres part mp fem acc pl
γιγνομένᾱς , γίγνομαι
come into a new state of being
pres part mp fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • SARDA — gemma rubricae concolor, unde etiam nomen, rubrica enim Hebraeis est sered, unde Phoenices sarda fecêre, Graeci σαρδώ et σάρδιον. Certe rubere sardium, in confesso est. Hinc Orpheus in Achate, σάρδια θ᾿ αἱματόεντα, Sardiaque sanguinea, dixit. Et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ …   Dictionary of Greek

  • καλλωπισμός — ο (AM καλλωπισμός) [καλλωπίζω] ο στολισμός, ο ευτρεπισμός, ο εξωραϊσμός τής εξωτερικής εμφάνισης προσώπου ή πράγματος (α. «ο καλλωπισμός, ή να είπω ούτως, κτενισμός και στολισμός τής γλώσσης», Κορ. β. «ὅσα τῷ σώματι αὐτοῡ κόσμον πέμποι τις ἤ ὡς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”